- ψεῦσμα
- ψεῦσμαlieneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψεύσμα — εύσματος, τὸ, ΜΑ βλ. ψέμα … Dictionary of Greek
ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην … Dictionary of Greek
ραθώδημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψεῡσμα» … Dictionary of Greek
ՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0754 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c գ. ψεῦδος, ψευδή, ψεύσμα mendacium, falsitas, fallacia. որ եւ ՍՈՒՏՔ. Բանսուտ. եւ Սուտն գոլ բանից կամ գործոց. ստախօսութիւն, եւ խաբէութիւն, խարդախութիւն, նենգութիւն, կեղծաւորութիւն, կեղծաւորութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ψευσμάτων — ψεῡσμάτων , ψεῦσμα lie neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύσμασι — ψεύ̱σμασι , ψεῦσμα lie neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύσμασιν — ψεύ̱σμασιν , ψεῦσμα lie neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύσματα — ψεύ̱σματα , ψεῦσμα lie neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύσματι — ψεύ̱σματι , ψεῦσμα lie neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύσματος — ψεύ̱σματος , ψεῦσμα lie neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)